Page images
PDF
EPUB

ད་

χία ἀπὸ τὴν ἄλλην. Τοῦτος ᾠκοδόμησε τὴν μίαν πόλιν, ἐκεῖνος τὴν ἄλλην καὶ τξ. Προσέτι ἄν ἐρωτήσωμεν αὐτοὺς τοὺς μὴ Ἕλληνας χειραγωγούς μας, πόθεν ἐπαρακινήθησαν νὰ ἐξερευνήσουν ἀρχὰς τόσον παλαιὰς, ἀνυποστόλως μᾶς ἀποκρίνονται μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους. «Κααθὼς ὁ ἐκ Σκυθίας Ανάχαρσις, ἂν δὲν “ἐπεριείρχετο τὰ πανευφρόσυνα ἐκεῖνα «Κλίματα τῆς ̔Ελλάδος, ἄν δέν ἐμφο“ρεῖτο τὰ ἀξιώματα, τὰ ἤθη καὶ τοὺς «Νόμους των Ελλήνων, ἤθελε μείνῃ «Σκύθης καὶ τὸ ὄνομα καὶ τὸ πραγμα οὕτω καὶ ὁ ἡμέτερος Ἰατρὸς, ἂν δὲν ἐμάν“θανε τὰ τοῦ Ἱπποκράτους, δὲν ἐδύνατο “νὰ προχωρήση εἰς τὴν τέχνην του. ̓́Αν “ὁ ἐν ἡμῖν Νομοθέτης δὲν ἐξέταζε τὰ “τοῦ Σόλωνος, Λυκούργου, καὶ Πιττα“κοῦ, δὲν ἐδύνατο νὰ ῥυθμήσῃ καὶ νὰ “καλιεργήσῃ τὰ ἤθη τῶν Ὁμογενών του “ἂν ὁ Ρήτωρ δὲν ἀπηνθίζετο τὰς εὐφρα “δείας καὶ τοὺς χαριεντισμοὺς τοῦ Δη“μοσθένους, δὲν ἐνεργοῦσεν εἰς τὰς ψυ “χὰς τῶν ἀκροατών του Ἄν ὁ Νέος “Ανάχαρσις, ὁ Κύριος Ἀββᾶς Βαρθο“λομαῖος δὲν ἀνεγίνωσκε μὲ μεγάλην ἐπι“μονὴν καὶ σκέψιν τοὺς πλέον ἐγκρίτους * Συγγραφεῖς τῶν ̔Ελλήνων, ἐξερευνῶν «αὐτοὺς κατὰ βάθος ἐπὶ τρίακοντα δύω «ἔτη, δὲν ἤθελεν ἐξυφάνῃ τούτην τὴν “περὶ Ἑλλήνων Ιστορίαν του, ἥτις Περιή “γησις τοῦ Νέου Αναχάρσεως παρ' αὐ “τοῦ προσωνομάσθη, καὶ εἰς ὅλας τὰς

«Εὐρωπαϊκὸς Διαλέκτους μετεγλωττίσθη. Καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ, οἱ Νεώτεροι, ἂν δὲν ἔπερναν δία ὁδηγοὺς τοὺς Προγόνους μας, ἤθελαν ἴσως περιφέρωνται ματαίως μέχρι τοῦ νῦν. Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια ένθουδιασμένου διὰ τὸ φιλογενὲς Γραικοῦ, εἶναι δὲ φιλαλήθους Γερμανοῦ, ὅστις ἐμετά φρασε τὸν Νέον Ανάχαρσιν ἀπὸ τοῦ Γαλλικοῦ εἰς τὸ Γερμανικὸν.

Αν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς θέλωμεν νὰ μεθέξωμεν τῆς γνώσεως τῶν λαμπρών και τορθωμάτων ὁποῦ ἔκαμαν οἱ θαυμαστοὶ ἐκεῖνοι Προπάτορες ἡμῶν, ἄν ἐπιθυμω μεν να μάθωμεν τὴν πρόοδον καὶ αὐξησίν των εἰς τὰς Τέχνας καὶ Ἐπιστήμας καὶ εἰς κάθε ἄλλο εἶδος μαθήσεως, ἂν ἔχωμεν περιέργειαν νὰ γνωρίσωμεν πόθεν καταγόμεθα, καὶ ὁποίους θαυμαστοὺς καὶ μεγάλους ἄνδρας, εἰ καὶ προγόνους ἡμῶν, φεύ, ἡμεῖς δὲν γνωρίζομεν, εἰς καιρὸν ὁποῦ οἱ Αλλογενείς θαυμάζουσιν αὐτοὺς, καὶ ὡς πατέρας παντοιασουν μα θήσεως σέβονται, ἄς συνδράμωμεν ἅπαν τες προθύμως εἰς τὴν ἔκδοσιν τοῦ θαυ μασίου τούτου συγγράμματος τοῦ Νέου Αναχάρσεως.

Ἡμεῖς οὖν οἱ ὑπογεγραμμένοι θέλομεν ἐκτελέσει προθύμως τὴν μετάφρασιν τοῦ Βιβλίου μὲ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ἡμῖν καλὴν φράσιν τῆς νῦν καθ ̓ ἡμᾶς ὁμιλίας, καὶ ἐκδόντες τοῦτο εἰς τύπον, θέλομεν τὸ καλλωπίσει μὲ τοὺς Γεωγραφικοὺς Πίνακας μὲ ἁπλᾶς Ρωμαϊκὰς λέξεις έγκε

χαραγμένους εἰς ἐδικάμας γράμματα, προσ τιθέντες ὅτι ἄλλο χρήσιμον καὶ ἁρμόδιον εἰς τὴν Ἱστορίαν.

ὅλον τὸ σύγγραμμα θέλει γένει εἰς Τόμους δώδεκα κατὰ μίμησιν τῆς Ιταλι κῆς ἐκδόσεως. Ἡ τιμὴ ὅλου τοῦ Συγ γράμματος εἶναι φιορίνια δεκαέξη τῆς Βιέννης διὰ τὴν προσθήκεν τῶν γεωγραφικών πινάκων. Ὁ φιλογενὴς ἐν Συνδρομητής πρέπει να πληρώσῃ εἰς κάθε Τόμον φιορίνι ἕνα καὶ Καραντάνια εἴκοσι της Βιέννης, καὶ τοῦτο χωρίς καμμίαν πρόδοσιν, ἀλλ ̓ εὐθὺς ὁπου θέλει τῷ παραδοθῇ ὁ Τόμος τυπωμένος καὶ δεμένος.

Ἐῤῥωμένοι καὶ εὐδαίμονες διαβιώοιτε Ελλήνων Παῖδες.

Τῆς ὑμετέρας αγάπης ἐξηρτημένοι

Ιωάννης Μαρμαροτούρης.
Δημήτριος Βενιέρης.

Σπυρίδων Πρεβέτος.

Ἐν Τριεστίω, τῇ πρώτη Ὀκτωβρίου, 1799.

THE LORD'S PRAYER IN ROMAIC.

Ω ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ ὁ ποῦ εἶσαι εἰς τοὺς οὐρανοὺς, ἂς ἁγιασθῆ τὸ ὄνομά σου. Ας ἔλθη ἡ βασιλεία σου. Ας γίνῃ τὸ θέ λημά σου, καθὼς εἰς τὸν οὐρανὸν, ἔτζη καὶ εἰς τὴν γῆν. Το ψωμίμας τὸ καθη

μερινὸν, δός μας τὸ σήμερον. Καὶ συγ χώρησε μας τὰ χρέη μας, καθὼς καὶ ἡμεῖς συγχωροῦμεν τοὺς κρεοφειλέτας μας. Καὶ μὴν μᾶς φέρεις εἰς πειρασμὸν, ἀλλὰ ἐλευθέρωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρόν. Ὅτι ἐδικήσου εἶναι ἡ βασιλεία δὲ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

IN GREEK.

ΠΑΤΕΡ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου. Ἐλθέτω ἡ βα σιλεία σου γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ως ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον. Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία, καὶ ἡ δύναμις, καὶ ἡ δόξα, εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

N

www

CHILDE HAROLD'S

PILGRIMAGE.

CANTO III.

"Afin que cette application vous forçât de penser à autre chose; il n'y a en vérité de remede que celui-là e le temps.» Lettre du Roi de Prusse à D'Alembert, Sept. 7, 1776.

1.

Is thy face like thy mother's, my fair child!

Ada! sole daughter of my house and heart?
When last I saw thy young blue eyes they smiled,
And then we parted,-not as now we part,
But with a hope.-

Awaking with a start,
The waters heave around me; and on high
The winds lift up their voices: I depart,
Whither I know not; but the hour's gone by,
When Albion's lessening shores could grieve or
glad mine eye.

II.

Once more upon the waters! yet once more! And the waves bound beneath me as a steed That knows his rider. Welcome, to their roar! Swift be their guidance, wheresoe'er it lead! Though the strain'd mast should quiver as a reed, And the rent canvas fluttering strew the gale, Still must I on; for I am as a weed,

Flung from the rock, on Ocean's foam, to sail Where'er the surge may sweep, the tempest's breath prevail.

« PreviousContinue »